Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φθόνῳ π

См. также в других словарях:

  • φθονώ — φθονῶ, έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ. β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.) αρχ. 1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ , εἰ …   Dictionary of Greek

  • φθονώ — φθονώ, φθόνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φθονώ — και φτονώ φθόνησα και φτόνησα, μτβ. και αμτβ., αισθάνομαι φθόνο για κάποιον ή για κάτι, βλέπω με λύπη κάθε ευτυχία στους άλλους, είμαι φθονερός, ζηλεύω: Κάλλιο να σε φτονούν παρά να σε ψυχοπονιούνται (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθονῶ — φθονέω bear ill will pres subj act 1st sg (attic epic doric) φθονέω bear ill will pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνω — φθόνος ill will masc nom/voc/acc dual φθόνος ill will masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνῳ — φθόνος ill will masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνωι — φθόνῳ , φθόνος ill will masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβασκαίνω — Α βασκαίνω, φθονώ από πριν ή φθονώ για κάτι («ἐπειδή τις δαίμων που προεβάσκηνέ μοι τῆς τροφῆς», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βασκαίνω «φθονώ, ματιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοφθονούμαι — ( έομαι) φθονώ κάποιον και φθονούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φθονώ ( ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • διαφθονώ — διαφθονῶ ( έω) (AM) 1. εξακολουθώ να φθονώ, φθονώ ύπουλα 2. παθ. χάνω την καλή μου τύχη εξαιτίας φθόνου (Ιωσ., Ιουδαϊκή Αρχαιολ.) …   Dictionary of Greek

  • μεγαίρω — (Α) 1. θεωρώ κάτι ως μεγάλο ή ως πάρα πολύ μεγάλο 2. ζηλεύω, φθονώ κάτι που έχει κάποιος επειδή τό θεωρώ ως πολύ μεγάλο γι αυτόν (α. «μέγηρε γὰρ οἱ τό γ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «μηδὲ μεγήρῃς ἡμῑν εὐχομένοισι τελευτῆσαι τάδε ἔργα», Ομ. Οδ. γ. «ἀμφὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»